είπα κάποτε...

Το μόνο που σου ζήτησα

Δε σας ζητώ τον οίκτο σας
Ζητώ την ανθρωπιά σας
Μη στρέφετε το βλέμμα σας
Μην κλείνετε τα αυτιά σας

Δε σας ζητώ να αλλάξετε
Ζητώ να θυμηθείτε
Γιατί το 'χετε μέσα σας
Κι απλά το αγνοείτε

Το μόνο που σας ζήτησα
- μα ακούστε με λιγάκι -
Είναι να δω στο βλέμμα σας
Εκείνο το παιδάκι

Που έλεγε τα κάλαντα
Μόνο για να κερδίσει
Μία ζεστή ανάμνηση
Να έχει να γυρίσει

Εκείνο που αποστρέφεται
Ο νέος εαυτός σας
Λες και ποτέ δεν ήτανε
Κομμάτι αυτό δικό σας

Το μόνο που σου ζήτησα
- μη σκύβεις το κεφάλι -
Είναι πριν να'ναι πια αργά
Παιδί να γίνεις πάλι

Α,ρε Πατρίδα (ή Κάλυμνος 2)

Α, ρε Πατρίδα γλυκιά κι αυστηρή
Καλά που το λένε με μάνα πως μοιάζεις
Με μία αγκάλη ζεστή κι αλμυρή
Τη μια κανακεύεις, την άλλη προστάζεις

Τεχνάσματα φτιάχνεις πως πια δε βαστάς
και τρέχω κοντά σου μα σε προλάβω
Πιο νέα σε βρίσκω να με ξεγελάς
Μα δε μετανοιώνω, κάτι θα λάβω

Μια συμβουλή αγάπη μου



Μια συμβουλή αγάπη μου
Λίγο πριν βγεις στον κόσμο
Για να ανθούν στο διάβα σου
Βασιλικό και δυόσμο

Ποτέ στο πλήθος μην χαθείς
Πάντα να ξεχωρίζεις
Για ήρωες και είδωλα
Αυτούς να μην γνωρίζεις

Να έχεις το χαμόγελο
Για όπλο και για ασπίδα
Στα μαύρα και στα άραχνα
Να είσαι εσύ η ελπίδα

Ποτέ να μην συμβιβαστείς
Μην σκύψεις το κεφάλι
Και να τολμάς να ονειρευτείς
Μα όχι «ζωή μεγάλη»

Εχθρούς ποτέ μη φοβηθείς
Αγάπη να τους δίνεις
Με τύψεις την ψυχούλα σου
Ποτέ να μη βαρύνεις

Να ξέρεις βλάκα θα σε πουν
Και μαλθακό κι ονειροπόλο
Τα λόγια τους μη φοβηθείς
θα ’ναι από ζήλεια κι από φθόνο…

Αναμέτρηση

Έσβηνες τα άστρα ανάμεσα στα δάχτυλά σου
Ένα ένα, αργά αργά, σα να ήτανε κεριά
Κάπνιζαν λίγο ακόμα τα όνειρά σου
Ψήλωνε ο λιγνός καπνός στην καταχνιά

Έπεφτες έπειτα σε ένα στιλπνό σεντόνι
Και δεν ξεχώριζε το κάτασπρο κορμί
Εσύ και το φεγγάρι τώρα μόνοι
Σε μία αναμέτρηση παλιά κι ερωτική

Γκουέρνικα


Τι βγήκες στο παράθυρο γυναίκα;
Τόσο αλλόκοσμα σου φάνηκαν όλα αυτά;
Ποια οσμή ζεστού αίματος σε οδήγησε ως το μάνταλο;
Το κλάμα ποιας μάνας σε έφτασε ως το πρεβάζι;
Ποιου γιου σου, ποιου κύρη σου και ποιου εραστή η προσφώνηση ως το παράθυρο σε φέραν;

Ήταν κραυγή, όχι προσφώνηση, κραυγή έρημη μάνα, κυρά και ερωμένη…
Κραυγή απελπισμένη, γιατί δεν σ’άφησαν να πολεμήσεις
Γιατί δε σ’άφησαν να αντισταθείς.
Τα στήθη σου δεν πρόκαμες να τα προτάξεις
Και ηρωικά κι αντρίκια να πεθάνεις
Καθώς σε δίδαξε η ιστορία
Ήθελες μόνο να μπορούσες να κοιτάξεις προς τον ουρανό
Την ώρα που αποφάσισαν οι άνανδροι να πολεμήσουν
Μα το βλέμμα κείνη την ώρα ήτανε στο τσουκάλι,
Το βλέμμα ,απροετοίμαστο, δεν ήταν παρά στη ρώγα που βυζαίνει το μωρό
Το βλέμμα είχε μείνει μια στιγμή στο ποτισμένο χώμα που μοσχοβολούσε
Ανάμεσα στο μάτι της βελόνας και σε μια κλωστή
Το βλέμμα είχε σφαλίσει σε ένα φιλί αποχαιρετισμού
«να φύγεις αγάπη μου, να πας να πολεμήσεις και να γυρίσεις ήρωας…»

Και τώρα, σαν μια στιγμή μονάχα μακριά,
Το ολόδικό σου βλέμμα να αιωρείται από το κούφιο σου παράθυρο, γυναίκα,
Να αιωρείται πάνω από μέλη τόσο γνωστά
-κείνο το χέρι δεν είναι που πρώτο μού χάιδεψε όλο έρωτα τα μαλλιά;
Μα, όχι, όχι, είναι εκείνο που μια φορά παιδί που έπεσα,
Απλώθηκε όλο αγάπη να με σηκώσει!
Τι λέω… τώρα που απλώνω το φανάρι πόσο ξεκάθαρο μου είναι…
Είναι εκείνο το χέρι που χτες ακόμα μου άπλωσε για βοήθεια,
Κι εγώ στάθηκα να βοηθήσω
Κείνο το χέρι που με τόση δύναμη κάτω με τράβαγε
Και έσκυβα και προσπαθούσα να σηκώσω με κόπο
Και μελανιάζανε στο σφίξιμο τα δάχτυλα
Και τα κατάφερα, κι εγώ και το χέρι, όρθιοι να σταθούμε
Κατάκοποι, μα ευτυχισμένοι που άσκοπα δεν ιδρώσαμε…
Εκείνο το χέρι είναι

Άσκοπα; Αυτός ήταν ο σκοπός;….


Η Άνοιξη έτρεξε προς την γειτονιά μας
Με όλα της τα λούλουδα και τα τραγούδια στο καλάθι
Μα τρόμαξε…πού ήταν τόσον καιρό;
Έσκυψε ντροπιασμένη το κεφάλι
Μάζεψε τους λεμονανθούς από το ματωμένο χώμα
Και έφυγε βουβή με μάγουλα μουτζουρωμένα από τη στάχτη….

Καλλιόπη

Το όνομα μιας μούσας μου χρεώσανε
Σχεδόν μου το φορτώσανε
Πάρ’το και γράψε
Στο διάβα σου ό,τι στέκει
Με ρίμα κάψε
Μη φοβηθείς!

Προχώρα και κατάμουτρα να χαίρεσαι
Στριφνών μωρών στην σκέψη
Να μην στέκεσαι
Την ποίηση για λάβαρό σου κράτα
Κι ευθεία περπάτα
Να αντισταθείς!

Κάλυμνος

Να απλώσω το χέρι μου πατρίδα να σε αγγίξω
Και να μυρίσω θυμάρι και αλισφακιά
Να κλείσω τα μάτια μου εικόνα να κρατήσω
Να μην την ξεθωριάζει η ξενιτιά..

Να απλώσω τα χέρια μου πατρίδα και να γίνω
Κλίμα, ελιά ή και αμυγδαλιά
Μέσα στη χούφτα σου τη θάλασσα να πίνω
Σα να ‘ταν ιερή μεταλαβιά

Να απλώσω το βήμα μου πατρίδα να πατήσω
Σοκάκι ηλιόλουστο μα δροσερό
Να ανοίξω πατζούρι γαλάζιο να αντικρίσω
Δυόσμο, γεράνι και βασιλικό

Να ανοίξω την καρδιά μου πατρίδα να μιλήσω
Για όλα όσα απλόχερα μου χάρισες εσύ
Με ένα μειδίαμα να σε αποχαιρετήσω
Υπόσχεση να δώσω για επιστροφή

Παραμιλητό

Αυτά μουρμούραγε μια μάνα, μια γιαγιά
Που ήταν τα μάτια της πιο ξέθωρα απ’ τον ήλιο
Μα είχανε κάτι απ’ τη δική του τη φωτιά
Δεν ήταν βλέμμα γερασμένο, άδειο, στείρο

Θάλασσα , κόρη μου , η ζωή και μείς περνάμε
Πάνω απ’ τα κύματα χωρίς να τη γευτούμε
Μες την αλμύρα της μισούμε κι αγαπούμε
Πα στην πνοή της κοιμόμαστε, ξυπνούμε

Θάλασσα , κόρη μου, η ζωή και ξεγλιστράει
Μέσα απ’ τα δάχτυλα, δε λέει να σταθεί
Μόνο τ’ αλάτια της αφήνει στο πετσί
Για να ψηθούμε και ακμαίοι να μπορούμε

Λίγοι αυτοί στα βάθη που βουτούνε
Λιγότεροι όσοι ξαναβγαίνουν στον αφρό
Μα τότε λόγια ακατανόητα μιλούνε
Και νοσταλγούνε μαρασμένοι το βυθό

Ψάχνουν αέναα στεριά να αναπαυθούν
Μα είναι μύθος και αρνιούνται να πιστέψουν
Ακούν σειρήνες και τυφλά ακολουθούν
Ψάχνουν ηγέτη καπετάνιο να τον στέψουν


Αυτά μουρμούραγε μια μάνα, μια γιαγιά
Μία φιγούρα από γκραβούρα λες βγαλμένη
Που προσωνύμια της ταιριάξανε πολλάΈνα μονάχα δεν της πήγε…βολεμένη

Ώρα φθαρμένη

Ώρα φθαρμένη
και μια ειμαρμένη
σου χαμογελα

Κοιτάει να παίξει
την μοίρα να πλέξει
βασανιστηκά

Σου πλέκει μια πίκρα
καινούρια, δική σου
κι απλά στην πετά..

Έλα

Έλα να αφήσεις στο σεντόνι μου
Ιδρώτα για αγίασμα
Και να υμνήσεις έρωτα
Με τ’ αναφιλητά
Κι εγώ χορδή στα χέρια σου
Θα πάλλομαι αξημέρωτα
Να γεύομαι το πάθος σου
Με μάτια ανοιχτά!

Κακή συνήθεια

Εκεί στα αβαθή περιπλιανέσαι
Χαμένος απ’ τους όλους που σε θέλαν
Πριν από λίγο άρχισες να λησμονιέσαι

Μικρός και ανίδεος πηγαίνεις
Δεν άκουσες καμία συμβουλή
Το νήμα της ζωής σου μόνος ξαίνεις

Κρατάς μια δάδα που φωτίζεται
Από όνειρα, ελπίδες και ιδανικά
Ο δρόμος σου από το φως αυτό ορίζεται

Είναι τα βήματά σου κάπου-κάπου
Διστακτικά και αβέβαια μικρέ μου
Όμως το βλέμμα σταθερό στο μαύρο του τελμάτου

Νόμιζες βρήκες την αλήθεια
Σε άσπρες σκόνες και ναρκωτικά
Αχ! -είπανε πολλοί-αυτή η κακή συνήθεια!

Παράπονο...

Χόρευε η κουρτίνα στο παράθυρο
Κι ερωτοτροπούσε με τ’αγέρι
Κάθε της κλωστούλα ερωτεύτηκε
Σένα κεντημένο περιστέρι

Άνθιζε στον κήπο γιασεμί
Στο τραπέζι φρούτα στο πανέρι
Μύριζε η κουζίνα μας ψωμί
Κι έφτανε σχεδόν το μεσημέρι

Έτριξε η αυλόπορτα και στάθηκες
Κι άπλωσες το χέρι να μου πεις
Μα όπως ήρθες άξαφνα έτσι χάθηκες
Όπως την ομίχλη της βροχής

Χόρευε η κουρτίνα στο παράθυρο
Κι ερωτοτροπούσε με ένα αστέρι
Ένα μου έμεινε παράπονο
Που φύγε γοργά το μεσημέρι…

Στην Νταϊάνα…

Δεν είναι...

Δεν είναι η θάλασσα που πάλλεται τα κύματα
Είναι η καρδιά μου που ξεσπάει σε σκιρτήματα
Πότε θεριεύει και σε βράχια αλυχτάει
Κι άλλοτε πάλι με σελήνη ξενυχτάει

Δεν είναι σύννεφο στον ουρανό που τρέχει
Είναι το βλέμμα μου που μια στιγμή δεν στέκει
Ψάχνει να βρει το χρώμα να κουρνιάσει
Χρώμα δε διάλεξε, ποτέ δε θα ησυχάσει

Δεν είν’ μπουμπούκι τριαντάφυλλου που άνθισε
Είναι η ψυχή μου που σε μια στιγμή ξεσπάθωσε
Γδύθηκε όμορφη και ήρθε να χαρίσει
Ένα τραγούδι τη ζωή για να υμνήσει!

Τα ποτήρια

Θεέ μου, πώς θα το πιω πάλι και αυτό το ποτήρι;
Μπροστά μου απλώνεται σκοτεινό και ατέλειωτο το τραπέζι με τα ποτήρια.
Πώς θα το πιω πάλι;
Μώρανέ με Θεέ μου, αν χρειαστεί, μώρανέ με να μην καταλάβω τη στιφάδα και την πίκρα του…
Δίπλα μου στέκονται σε παλιοκαιρισμένο ταμπλά τα άδεια ποτήρια, τα ως τα τώρα πιωμένα, αλλά καθόλου παρηγοριά δεν είναι
Άντεξα τότε;
Δεν ξέρω…
Και αυτή η βαθιά ρυτίδα στο μέτωπο; Από την προσπάθεια να τα πιω είναι;
Ναι, σαν να θυμάμαι κάτι τώρα…ναι, από τότε…
Πώς να το πιω ετούτο το ποτήρι;
Στο τραπέζι επάνω απλώνονται δεκάδες άλλα ποτήρια
Αλλά ας μην τα κοιτώ καλύτερα
Ας συγκεντρωθώ στο ένα, σε αυτό που πρέπει τώρα να πιω
Αχ! Όχι!
Δεν μπορώ!
Ζαρώνομαι λες και αν μικρύνω το εμβαδόν μου, θα ναι μικρότερη η πίκρα
Έλα Εαυτέ, στάσου δυνατή πάλι! Μπορείς όπως μπόρεσες!
Μα ποιον πάω να ξεγελάσω;
Μώρανέ με!...
Ακόμα θυμάμαι το πρώτο ποτήρι…
Δεν άλλαξε η γεύση του από τότε
Μα ούτε και συνηθίζεται…
Λιγότερο πικρό ή λιγότερο εύκολο κανένα δε θυμάμαι…
Αυτή η κανάτα ποτέ δε αδειάζει
Όλο και κάποιο ποτήρι γεμίζει
Με αυστηρή συχνότητα
Τώρα…τώρα…τώρα….

Μώρανέ με….

Παραίτηση...

στέρφα η μήτρα μου και τριγυρνάει
πρόστυχη αγία χωρίς ιερό
σε κάθε κατώφλι που σταματάει
το νοικοκύρη τον κάνει θεό

γύφτισσα η σκέψη μου ζητάει ρεγάλο
δως μου ένα ψέμα τη μοίρα να δω
και δε ζητάει σπουδαίο ή μεγάλο
μια χούφτα σιτάρι και λίγο νερό

πόρνη η ψυχή μου αναζητάει
ένα στιχάκι για εραστή
στο μαξιλάρι μια νότα να αφήσει
μήπως και πάρει στιγμής ηδονή

αν είναι σαβάνα ή στέπα δεν θυμάμαι
στην καρδιά μου τι φύτρωσε δεν το γνωρίζω
αν βρέχει ή αν χιονίζει δεν αισθάνομαι
κανένα θέλω μου πια δεν ορίζω

Υπόσχεση1

Στα γυάλινα μάτια σου με κάλεσες απόψε
Κι εγώ,
Στην αρχή δειλά,
Μα μετά με λίγο περισσότερο θάρρος
Πέρασα την κρυστάλλινη πόρτα τους
Και να λούσω πήγα
Τα ξανθά ακόμη μαλλιά μου
Στο ποτάμι του έρωτά τους…

Και ο Ήλιος των ματιών σου.
Καυτός,
Γλυκός,
Νοσταλγικός,
Μου βάρυνε τα μάτια
Και έγειρα να κοιμηθώ
Στις όχθες του

Και όταν αργά,
Ανάλαφρα,
Έκλεισες τα βλέφαρά σου
Να μη ξυπνήσω,
Γέμισε ο ουρανός με αστέρια
Και ένα χλωμό φεγγάρι
-η σκέψη σου-
Να προσέχει τον ύπνο μου,
Να χρωματίζει τα όνειρά μου,
Εκεί που μου ορκίστηκες
Να μην κλάψεις ποτέ
Μη και φύγω
Μαζί με κάποιο δάκρυ
Και με χάσεις…

Και είπες
όσο και αν πονάς
Θα γελάς ατελείωτα
Και θα κοιτάζεις τη βροχή όταν λυπάσαι
Για παρηγοριά
Μα δε θα κλάψεις

Υπόσχεση

Μη ρωτάς τώρα που κλαίω
Για τα δάκρυα της σιωπής
Όσα μου έμαθες να λέω
Σου ζητάω εσύ να πεις

Μη ρωτάς για την ψυχή μου
Που πεθαίνει μες τον Άδη
Ήσουν φως μες τη ζωή μου
Και είσαι τώρα εσύ σκοτάδι

Κράτησέ με πριν τελειώσω
Πριν χαθώ και ξεχαστώ
Τάμα ανάβω μια λαμπάδα
Στης αγάπης το θεό

Μη ρωτήσεις πού θα πάω
Μόνο σφικτά να με κρατάς
Μη φοβάσαι, δε ρωτάω
Αν ακόμα με αγαπάς

Γιατί ξέρω πως η αγάπη
Είναι λέξη ιερή
Και σαν λειώσει η λαμπάδα
Θα χαθεί

Όπως χάθηκαν ελπίδες
Όνειρα εφηβικά
Τα θυμάσαι; Μου τα είπες
Μια ξάστερη βραδιά

Τώρα όμως πριν ξεχάσεις
Μια υπόσχεση στερνή
Στη θυμίζω να την κάνεις
Πριν η ελπίδα μου χαθεί

Το φεγγάρι μου είχες τάξει
Ένα βράδυ από τα παλιά
Πριν το τέλος μου χαράξει
Φόρα το μου στα μαλλιά

Ταύτηση

Στη σιωπή που βυθίζομαι βρίσκεσαι πάντα
Είσαι εκεί και τραγουδάς
Πότε για μένα, πότε για σένα
Όμως πάντα τραγουδάς
Σαν παιδί με γυρεύεις, με κράζεις
Μάνα σου είμαι μου λες
Με ρωτάς πού ταξιδεύω πάλι
Και δε σου απαντώ
Αχ! Να’ξερες
Πάντα σε σένα βρίσκομαι
Πάντα
Σε έχω κλείσει μέσα μου
Σε μια κρυφή επιθυμία
Στο πιο άχρωμο όνειρό μου
Που ποτέ δεν ξημερώνει
Είσαι μέσα στο στήθος μου
Τον μισό σε έχω βάλει μπρος από την καρδιά μου
Να μη με πληγώνουν
Ο άλλος μισός βρίσκεται πίσω της
Σε κρύβω
Κρύβεσαι
Είσαι πάντοτε μέσα μου
Το χέρι σου παίζει πίσω από τα μαλλιά μου
Το χείλι σου σε ένα απραγματοποίητο φιλί
Τα μάτια σου πίσω από τα βλέφαρά μου
Τα λόγια σου γύρω από ένα σ’αγαπώ…

Όταν σβήνω το φως...

Όταν σβήνω το φως
Αλλόκοτες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου
Λέξεις μετέωρες
Που δένουν μεταξύ τους
Όπως τα αστέρια
Που τόσο διαφορετικά
Και μακρινά μεταξύ τους
Φτιάχνουν το στερέωμα

Όταν σβήνω το φως
Κάτι μέσα μου σιγοτραγουδάει
Ένα αρχαίο κινέζικο τραγούδι
Μια μελωδία που κάπου έχεις ξανακούσει
Αλλά δε θυμάσαι πού
Σαν τις γνώσεις που από πάντα είχαμε
Και τις ονομάσαμε ένστικτο

Όταν σβήνω το φως
Πάλλονται γύρω μου οι αναμνήσεις
Οι πιο κοντινές ζευγαρώνουν με αυτές
Τις τόσο ξέθωρες, τις τόσο μπερδεμένες
Που δεν είσαι σίγουρος πια
Αν ήταν όνειρο ή όχι

Όταν σβήνω το φως
Μια έγγεια γεύση έρχεται στα χείλη μου
Γεύση σαν το πρώτο «πονάω»
Εκείνο που δε είπες,
Που δεν τόλμησες να παραδεχτείς
Μα σίγουρα ένοιωσες

Ζηλεύεις

Ζηλεύεις και προσπαθείς να με κάνεις να ζηλέψω
Πονάς και προσπαθείς να με κάνεις να πονώ
Όμως εγώ θα αδιαφορώ, θα σε παιδεύω
Γιατί όποιος αγαπά παιδεύει
Κι εγώ σε αγαπώ

Όταν θα μ’αγαπήσεις πιο πολύ
Και δε θα ζεις για άλλον κανένα
Όταν θα με ζητάς μέσα στη βροχή
Και όταν θα ανήκεις μόνο σε μένα
Τότε μόνο θα πάψω να σε τυραννώ
Γιατί όποιος αγαπά παιδεύει
Κι εγώ σε αγαπώ

Ζηλεύεις και σου ξεφεύγουν λόγια πικρά
Πονάς και όλο αναστενάζεις
Όμως εγώ θα σου γλυκομιλώ, θα σε νταντεύω
Γιατί με ότι παίδεψα από πάντα μοιάζεις

.................................................................

Νοτιοδυτικά του μυαλού μου
Ανατολικά της καρδιάς μου
Στο ναδίρ της ψυχής μου
Στο κέντρο του εγώ μου
Εκεί έχεις κουρνιάσει

Και δεν ξέρω πια να λέω όχι
Δεν ξέρω να μισώ
Δεν ξέρω ούτε να κάνω πίσω
Μονάχα να αγαπώ και να προχωρώ
Σε ένα αύριο για σένα

Νοιώθω για σένα άρα σε αγαπώ

Μακριά από δω
Πέρα από αυτόν τον πλανήτη
Από έναν άλλο κόσμο
Σαν από όνειρο
Έρχεται η φωνή σου
Ό,τι και αν πει
Ό,τι και αν εννοήσει
Ό,τι και αν τραγουδήσει
Είναι μαγικό
Γλυκό
Αληθινό
Σαν παλιό σάλι
Ξεχασμένο σε μια σοφίτα σκονισμένη
Υγρή
Που σαν μπαίνεις μέσα αναριγάς
Από τη μυρωδιά της θύμησης

Κι όταν μου λες πόσο με αγαπάς
Βγαίνει μέσα από τα λουλούδια
Και είναι γεμάτα χρώματα από κρινάκια και αζαλέες
Χρώματα από καλοκαιρινά βράδια
Και φθινοπωρινές, νοτισμένες από τα πρωτοβρόχια αλάνες

Και όλο αρώματα που δανείζεται
Από ρόδα και υακίνθους
Αρώματα από μάνγκο και παπάγιες
Και ένα άγνωστο λευκό λουλούδι

Έχει ήχους από γάργαρα ποταμάκια
Και εξωτικά μικρά πουλιά το κελαηδάνε
Και ο αέρας που κρύβεται στις καλαμιές
Ήχους από κύματα που ξεψυχούν σε πολύχρωμα χαλίκια
Αλκυόνες που θυμούνται την άνοιξη και την τραγουδάνε

Νοιώθω για σένα άρα σε αγαπώ


Αισιόδοξα...

Κάθε στιγμή που περνάει
Είναι και ένας αιώνας που σκοτώνω
Ώσπου να έρθω κοντά σου

Κάθε στιγμή που περνάει
Μια νέα χαρά
Για το κατόρθωμά μου αυτό

Η κάθε μέρα που φεύγει
Μια νέα ελπίδα
Πως θα σε δω συντομότερα

Μοιάζουν τόσο λίγες οι μέρες
Και ο χρόνος μοιάζει τόσο ασήμαντος
Σα να είμαστε κιόλας μαζί

Γι’αυτό υπάρχω ακόμα…

Επίσκεψη

Ψάχνω μία λέξη για να κρατηθώ από αυτήν και να αρχίσω
Ψάχνω μια μούσα να με εμπνεύσει και να γράψω
Κοιτάζω γύρω μου για να βρω την αφορμή της επιθυμίας μου
Και βρίσκω τη μοναξιά δίπλα μου
Δίπλα στο παράθυρο και μου γνέφει

«Έλα! Ήρθε η ώρα» μου λέει
«φεύγουμε!»

Γ2 '94-'95

Όποιος είναι ερωτευμένος
Είναι και παράνομος συγχρόνως
Πετάει συνεχώς στα σύννεφα
Και ξεχνιέται της βαρύτητας ο νόμος

Όποιος είναι ερωτευμένος
Τα πάει χάλια με τα μαθηματικά
Για εκείνον ένα και ένα δεν κάνουν δύο
Μία και μία κάνουν μια(…καρδιά)

Όποιος είναι ερωτευμένος
Δεν ξέρει τίποτα από βιολογία
Νομίζει πως η καρδιά του είναι
Ζωγραφισμένη σε βιβλία

Γι’αυτό και όταν είσαι ερωτευμένος
Απαγορεύεται αυστηρός να είσαι μαθητής
Γιατί σκέψου εσύ να ήσουνα
Σε τέτοια τάξη καθηγητής

Βελίκω Πρινόλα

Τώρα που τελειώνουν όλα
Και θα αρχίσουν να είναι παλιά
Μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου
Προχώρα στο δρόμο κοιτώντας μπροστά

Και αν κάποιο βράδυ που κοιτάζεις τα άστρα
Σου έρθει στη θύμηση κάτι από το χθες
Γέλα και σκέψου πως ήσουν παιδί
Πως τώρα μεγάλωσες άλλαξες πες

Και όταν έρθω κι εγώ στο μυαλό σου
Μαζί κι η αγάπη μου η τόσο απλή
Μη σκεφτείς πως μεγαλώνοντας άλλαξα
Μη σκεφτείς πως ήμουν παιδί

Άνοιξη

Στα μάτια σου βλέπω την άνοιξη
Δυο πράσινοι κάμποι
Που γίνονται ένας
Με μυριάδες κίτρινα κρινάκια
Και στη μέση
Μία μεγάλη
Κόκκινη παπαρούνα
Που τη σκορπά ο άνεμος
Και τη χωρίζει ξανά
Στα δυο σου μάτια
Και έρχεται η βροχή
Σιωπηλή
Ποτιστική
Που στάζει
Στην καρδιά μου
Στα μάτια σου
Στις ζωές μας
Δεν έχει χώμα να μυρίσει
Μυρίζει πέτρα
Και θυμάρι
Και γκρίζα, ανοιξιάτικη θάλασσα

Αλιάετος και ελεύθερος

Αλιάετος και ελεύθερος
Άπιαστος απ’το πάθος
Σαν να ‘σουν πάντα έτοιμος
Να σιάξεις κάθε λάθος

Η ρώμη σου με τράβηξε
σα να’τανε μαγνήτης
και τα φιλιά μου έκλεβες
σαν να’σουνα αλήτης

πόσο να αντέξω η άμοιρη
στην αψιά θωριά σου
για πόσο ακόμα θα ποθώ
για τα γλυκά φιλιά σου!

Πάρε με απόψε, το κορμί
Κάνε να ανατριχιάσει
Στον έρωτα να μη στερείς!
Ούτε στιγμή μη χάσει

17

Έμμονη η ιδέα του θανάτου
Κουρνιασμένη στα κατάβαθα μιας μαύρης ψυχής
Έμμονη και η ιδέα της φυγής
Καρφωμένη σε μία νεανική καρδιά

Θάνατος και Απελευθέρωση γίνονται ένα

Και εγώ στα δεκαεφτά
Σοφός γερο-Ζορμπάς
Το φοβάμαι το θάνατο
Δεν τον καταλαβαίνω
Τον θέλω όμως
Με απελευθερώνει

Θέλω να νοιώσω ελεύθερη
Σαν ηλιαχτίδα που ξεγλιστρά
Μέσα από τα σύννεφα
Την ώρα μιας μπόρας ξαφνικής

Θέλω να γίνω ένα με τη βροχή
Να είμαι το φως του ήλιου
Και η βροχή συγχρόνως
Και να σκορπάω γύρω μου χρώματα
Στιγμιαίας χαράς

Μα όλα αυτά μετά το θάνατο
Σε μία άλλη ζωή
Τη στιγμή του θανάτου να τη ζήσω

Velico!

Θα γίνω η παραφωνία στην όμορφη εικόνα σας
Πάνω στον καλοδουλεμένο σας καμβά η υπογραφή
Κανένας δε με αγγίζει αυστηρός κανόνας σας
Το κόκκινο είμαι τέλος σας στην γκρίζα σας αρχή

Velico! Και είμαι βάρκα με πανί!
Και μες τα κύματά σας αρμενίζω
Στην γκρίζα θάλασσά σας τη βαθιά
Ανέμελη το μίσος σας θα σκίζω

Καμία τρικυμία δε με αγγίζει
Με ρότα το όνειρο θα πορευτώ
Και αν μια φορά το κατάρτι μου τσακίσει
Πάλι μες τους αφρούς θα αναστηθώ

13,5kb

Άυπνες λέξεις με τριγυρνάνε
Μες το μυαλό μου, με μεθάνε
Ένα τραγούδι να στολίσω
Με αυτές και να το αναρτήσω

Αγάπη
Μίσος
Πόθος
Φόβος
Κοιτάξτε πόσο όλες μοιάζουν
Ίδιο χώρο καταλαμβάνουν
Το ίδιο πονάνε, το ίδιο τρομάζουν

Αγάπη
Μίσος
Πόθος
Φόβος
Όλες η ίδια χωρητικότητα…
Μα αφήνουν όλες μια άλλη αίσθηση
Άλλες εικόνες και άλλα αρώματα

Είμαι εδώ!

Πάνω στην ακροθαλασσιά
Βήμα βήμα σέρνω τα χρόνια μου
Χωρίς να αφήνω ίχνη
Χωρίς ούτε ένας λευκός κόκκος άμμου να μετακινηθεί
Έτσι, σαν αερικό πορεύομαι…
Εκεί στο όριο επάνω
Ίσα ίσα που αφρίζει το κύμα
Ξυπόλητη και ανίδεη πηγαίνω
Έχω ένα κόκκινο λουλούδι και το μαδώ
Κάτι να αφήσω πίσω μου
Πέταλο πέταλο στην λευκή άμμο
Τα πάθη μου
Τα χρόνια μου…
Μπλέκω τα λόγια μου με τους αφρούς
Των ήσυχων κυμάτων
Παφλασμό τον παφλασμό μετράω το μέσα μου…
Και πάνω σε ένα βράχο καταλήγω για να φωνάξω πως είμαι εδώ



Βραβευμένο με έπαινο από τους ΚΓ' Δελφικούς Αγώνες Ποίησης

Πάνω σε έναν ξένο στίχο

Πάνω σε ένα ξένο στίχο
Άρχισα να περπατώ
Και ισορροπία κρατάω
Σε ένα δανεικό ρυθμό

Ακροβάτης σε τραγούδι
Με ομπρέλα μου το τέμπο
Πάνω σε ένα ξένο στίχο
Τη ψυχή μου καταθέτω

Τεντωμένη μουσική μου
Πάνω σου ακροβατώ
Φοβισμένη η σιωπή μου
Μου κρατάει το ρυθμό

Πράσινα μάτια

Πράσινα μάτια, που απ΄τη ζωή μου περάσατε
ήρθε η ώρα να σας υμνήσω
πράσινα βλέμματα που με χαράξατε
ήταν τιμή μου να σας συναντήσω

Πράσινα μάτια της μάνας που βύζαξα
Που με κοιτάζουν με τόση στοργή
Πράσινο βλέμμα, γεμάτο αγωνία
Τι θα επιλέξω για αυτή τη ζωή

Πράσινα μάτια ο πρώτος έρωτας
Το πρώτο ξενύχτι και η αγωνία
Πράσινο βλέμμα μακριά σου που έφυγα
Ζεις πάντα μέσα μου χωρίς αρμονία

Πράσινα μάτια μεγάλε αδελφέ μου
Στα πρώτα μου βήματα πάντα εκεί
Πράσινο βλέμμα στην άκρη του πλάνου μου
Κάθε μου γνώμη ακολουθεί

Πράσινα μάτια εσύ που με διάλεξες
Μες τη ζωή σου για πάντα να ζήσω
Πράσινο βλέμμα, φιλά, χάδια, παιδέματα
Που δε θα μπορέσω ποτέ να τα σβήσω

Πράσινα μάτια και εσύ που με πόθησες
Κι ήξερες δε θα ‘μουνα ποτέ δική σου
Πράσινο βλέμμα και μένεις μόνος σου
Στην τόσο σκληρή επιλογή σου

Πράσινα μάτια κοιτώ στο καθρέφτη μου
Και χαμηλώνω πράσινο βλέμμα
Πόσο τρομάζω αυτά που κατάλαβα
Για όλους εσάς μην ήταν ψέμα

Εκδίκηση

Δε θέλω ,μη μ’αναγκάζεις
Και αν πρέπει δεν το μπορώ
Μη σπρώχνεις, δε θα χωρέσω
Σε καμιάς ύπαρξης το μυαλό

Το ξέρω πως με πονάς
Όμως δε νοιώθω πλέον εγώ
Και τις πληγές μου μ’απάθεια κοιτάω
Δε νοιώθω, δεν ελπίζω και ίσως δε ζω.

Ρε! Σου μιλάω! Φεύγεις τώρα
Που δεν υπάρχω πια!
Είσαι ξεφτίλας αν νομίζεις
Πως μου πήρες και την καρδιά

Υπάρχω ακόμα μες το μυαλό σου
Είμαι η τύψη που ξαγρυπνάς
Και η εικόνα στο όνειρό σου
Που για να διώξεις μιλάς, μιλάς, μιλάς…

Μα δε θα φύγω αν δεν το νοιώσω
Ότι σου έδωσα ό,τι και συ
Αν δεν πληγώσω δε θα τελειώσω
Δεν είναι εκδίκηση :είναι η ζωή

Προσκληση

Ήμασταν όλοι καλεσμένοι σε ένα γλέντι υποκρισίας
Και πήγαμε όλοι!
Όλο το πρωί γκρινιάζαμε, δεν θέλαμε να πάμε
Δεν είναι αυτά για μας…
Φτάσαμε πολύ νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα,
Γιατί αδημονούσαμε-έτσι δηλώσαμε-
Και έτσι ήταν -μεταξύ μας-
Ήπιαμε sprite σε ποτήρια σαμπάνιας
Ξοδέψαμε σε λουλούδια όλα τα λεφτά της Μονόπολης
Και τα λουλούδια κατάθεση φόρου τιμής σε πίστες πορνείου
Γευτήκαμε τις καβαλίνες σα να’τανε χαβιάρι
Γελάσαμε με την σκουριασμένη μας ψυχή
Νοικιάσαμε και κάτι κομπάρσους για να είναι κακόκεφοι και να κάνουμε τη διαφορά

Φιλήσαμε και ευχαριστήσαμε αυτούς που φρόντισαν για τα μαχαίρια στη πλάτη:
Ευχαριστώ ,ήταν πολύ όμορφα. Να τα ξαναπούμε…

Δεκαοχτώ


Και από τα μάτια μου πετάγονται κισσοί
Ολάνθιστοι κισσοί ίσια μπροστά στο μέλλον
Τα χέρια μου ανοίγονται
Σα θηλυκό κυπαρίσσι φτιάχνουν το σώμα μου
Από τα δάχτυλά μου πετάγονται φλόγες
Κίτρινες φλόγες προς τα ξερά χόρτα της γης
Και τις κακές αναμνήσεις
Το κορμί μου ορθώνεται
Οι καμπύλες μου γίνονται κύματα
Γαλάζια κύματα ξεσπούν σε βράχια
Το κεφάλι μου τινάζεται πίσω
Οι χάλκινες ανταύγειες των μαλλιών μου
Γίνονται αστραπές
Χάλκινες αστραπές προς τους θεούς για ευχαριστίες
Τα χείλη μου σκίζονται να ουρλιάξουν σιωπή
Λευκή σιωπή σαν βροντή σε όνειρο
Να μην ακούγονται οι ύαινες

21/03/99

Δόνηση

Άλλος ένας χρόνος έφυγε
Κι εμείς τον χαζεύαμε
Ο ένας στον άλλον
Αντικριστά
Κι όλο αναβάλουμε
Και περιμένουμε
Κι όλο το αφήνουμε
Για πιο μετά

Χρόνια που πέρασαν
Κι εμείς θυμόμαστε
Όσα δεν είπαμε
Κι όσα δε λέμε
Κι όλο ντρεπόμαστε
Αρχή να κάνουμε
Και δε δεχόμαστε
Πως ίσως φταίμε

Τα χρόνια πέρασαν
Αχ αδελφέ μου
Και αν χαθήκαμε
Είμαι εδώ
Πάρε το χέρι μου
Αρχή να κάνουμε
Χθες μου χαρίσανε
Καινούριο σταυρό…

αναμονη

Τα πρόσωπά μας έχουν κάτι το βρεφικό.
Πολλά μοιάζουν κιόλας γερασμένα, όμως όλοι μας έχουμε κάτι από βρέφη.
Μου δίνουν την εντύπωση οι φίλοι μου πως είναι ακόμα έμβρυα και ο εαυτός μου πως δεν γεννήθηκε ακόμα.
Και την ώρα που θα γεννηθώ την έχει καθορίσει άλλος κι εγώ περιμένω.
Φοβάμαι πως ίσως κάποια μέρα ίσως βαρεθώ να περιμένω.

Έχουν περάσει οι εννιά μήνες…

Μέσα απ’το σάκο άκουσα τη μάνα μου να λέει
«πολύ με κούρασε αυτό το παιδί…»

Καλλιόπη

bing-bang

-Πες μου Θεέ μου,
Εκεί πάνω που κάθεσαι και μας κοιτάζεις
Δε χάζεψες ποτέ τα αστέρια;
Τόσο λαμπερά πάνω στο μαύρο τους γρανίτη;
Δε θέλησες ποτέ να τα χαϊδέψεις;

-Μια φορά άπλωσα το χέρι μου να τα χαϊδέψω
Τόσο φωτεινά, τόσο διαφορετικά και τόσο ομοιόμορφα!
Τόσο αλληλένδετα!

Μου ξέφυγε όμως λίγο ο παράμεσος…
Κάτι λίγο παραπάνω από χάδι
Και άρχισαν να κυλάνε και να πέφτουν
Το ένα πάνω στο άλλο και να εκρήγνυνται
Και έγινε ο κόσμος…
Η Μεσόγειος και η Σαχάρα
Τα γεράνια και οι κάκτοι
Οι αετοί και τα κοράκια
Ο Καβάφης και ο Χίτλερ
Ο πλαφασμός και ο εγκέλαδος
Οι πλατείες και τα κοιμητήρια
Οι βροχές και ο δρόλαπας
Η μέρα και η νύχτα
Εγώ κι εσύ

Τόσο διαφορετικά και τόσο ομοιόμορφα…
Τόσο αλληλένδετα!
Καλλιόπη

Ναμούρισμα

Χρυσά μεταλλόφωνα να σε κοιμίζουν
σε κούνια μωρού ,να μη θυμίζουν
τα χρόνια που πέρασες στην αναμονή
να δεις πού θα σε έβγαζε και αυτή η ζωή

Ένας παλιάτσος να αιωρείται κοντά σου
και μια νεράιδα για τα όνειρά σου.
Μ'αυτά μεγάλωσες ,μ'αυτά θα πεθάνεις
κι όμως στον ξύπνιο σου ποτέ δεν τα φτάνεις.

Το χέρι μιας μάνας να σε χαϊδεύει
να μην το νοιώθεις, να σε παιδεύει.
Και το γελάκι ενός μωρού σου
μια τύψη που κρύφτηκε μέσα στο νου σου.

Καλλιόπη

Δέκατος Όγδοος Μάης

Θέλω μια κόκκινη βοκαμβίλια στο μπαλκόνι μου
Κόκκινη σαν την αμαρτία που ποτέ δεν έπραξα κι ωστόσο πληρώνω

Θέλω δυο κόκκινες ανταύγες στα μαλλιά μου
Κόκκινες σαν ό,τι θέλησα και ποτέ δεν είχα

Θέλω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο στήθος μου
Κόκκινο σαν τα δάκρυα που έχησα και τίποτα δεν πότησα

Θέλω δυο κόκκινα μάτια να με κοιτάξουν
Κόκκινα σαν τα χείλη που φίλησα και ποτέ δεν πόθησα

Θέλω έναν κόκκινο Μάη να πεθάνω
Μάη σαν κι αυτόν που δεν έζησα και ούτε τόλμησα να ονειρευτώ...

Καλλιόπη

Πόσο

Πόσο μπορεί να περιμένει ένα χάδι ανάμεσα στα δάχτυλά σου;
Για πόσο ένα φιλί τρέμει στα χείλη πριν πεθάνει;
Πόσο ν’αντέξει η ηδονή στο άγγιγμά σου;
Μέσα στους αιώνες κλαίνε τα σ’αγαπώ…
καλλιόπη

Θύμηση...

Μια ανηφόρα και αυτό το βράδυ
Ώσπου να φτάσεις στον Άγιο Ύπνο
Σιγά, βαριά ανηφορίζεις
Άπνοια παντού και υγρασία
Σα δημοσιά πού και πού τρεμοπαίζει μια λάμπα
Μια μια απαντάς τις θύμησες
Που απ’τα σοκάκια ξεπροβάλλουν
Με κάτι κουρέλια, κουρασμένες
Μια καλησπέρα αρθρώνουν
Που τυχαία τις συνάντησες
Και πάλι σκύβουν το κεφάλι
Σιγοσφυρίζουν ακαθόριστο σκοπό
Και πάλι χάνονται σε καλντερίμια σκοτεινά
Μόνο η δική της θύμηση σε ένα πρεβάζι
Σε ένα φωτισμένο παράθυρο χαμογελάει
Αφτιασίδωτη, γαλήνια
Δεν προσδοκεί
Σε περιμένει
Μόνο η δική της θύμηση για καληνύχτα

Καλλιόπη

Στις άκρες των χειλιών σου

Στις άκρες των χειλιών σου στάζει μέλι
Από θυμάρι και από γιασεμί
Αράδα κάνουν νιόφερτοι αγγέλοι
Καθένας τους για μύηση να πιεί

Στις άκρες των χειλιών σου ευλογάει
Ο Ήλιος τη Γη με τη Βροχή
Η μυγδαλιά στο γάμο αυτό πάει
Για να ραντίσει με λουλούδια τη γιορτή

Στις άκρες των χειλιών σου ο Γενάρης
Κάτι από το Μάιο διεκδικεί
Παίρνει το φλάμπουρό του και χορεύει
Μια Αλκυόνη γελάει και συνωμοτεί

Στις άκρης των χειλιών σου ένα αμπέλι
Μελαγχολεί, το καλοκαίρι νοσταλγεί
Κάνει επανάσταση! Τα φύλλα του πετάει
Πριν καλά καλά η άνοιξη να μπει

Στις άκρες των χειλιών σου παραπαίω
Και ψάχνω για να κρατηθώ
Μια λέξη, ένα νεύμα, για να λέω
Πως έχω λόγο επιτέλους για να ζω

Στις άκρες των χειλιών σου ξενυχτάω
Και φτιάχνω ένα πέπλο με τα αστέρια
Στο ονείρου σου τις πλάτες το φοράω
Πίσω σου να’ ρχονται της νύχτας τα ασκέρια

Στις άκρες των χειλιών σου ξεψυχάω
Σαν κύμα που αργοσβήνει στην ακτή
Σε όλο το κορμί σου αναριγάω
Σαν χάδι σε παλάμη ανοιχτή

kalliopi

Λίγο λικέρ τριαντάφυλλο

Λίγο λικέρ τριαντάφυλλο
Ίσως και λίγο ανάμα
Για να μυρίσουν οι στιγμές
Σα να’μασταν αντάμα

Λίγο λικέρ τριαντάφυλλο
Άντε και λίγο δυόσμο
Για να γεμίσω θύμησες
Από εσέ τον κόσμο

Λίγο λικέρ τριαντάφυλλο
Και μία ανεμώνα
Για να χτυπάνε οι καρδιές
Που σμίξανε χειμώνα

Λίγο λικέρ τριαντάφυλλο
Το πίνω στην υγειά σου
Στα πράσινα τα μάτια σου
Στην αλμυρή αγκαλιά σου

Δεν είμαι εγώ

Δεν είμαι εγώ για να μου βάλετε παρκέ
Να προσέχω πώς πατώ μη γρατζουνίσω
Πλακάκια να μου βάλετε για να χορέψω
Τα λάθη μου για να ηχήσω
Και να αντηχήσω αν χρειαστεί

Δεν είμαι εγώ για ήσυχα
Και πράματα σεμνά και μετρημένα
Αλήθειες μόνο να φωνάζετε
Λόγια από μέσα σας βγαλμένα
Γέλια με στόματα ανοιχτά

Δεν είμαι εγώ για λάιτ και υγιεινά
Δεν έχω σιλουέτα, έχω πάθη
Τα όνειρα τρέφονται με ελπίδες
Και η ζωή με ανιδιοτελή αγάπη
Η φύση μου είναι αέρινη

Δεν είμαι εγώ για φιγουρίνια και για μόδες
Ποια είναι αυτή που εμένα θα προστάζει
Διάφανα κρινολίνα θα φορέσω
Και τσόχινους αν χρειαστεί χιτώνες
Εγώ θα ορίσω το ποια είμαι!

Δεν είμαι εγώ για δόξα κα υστεροφημίες
Θέλω το τώρα μου να ζήσω
Να μη ξεφύγει ούτε στιγμή
Ρυτίδες και άσπρα μαλλιά να αποκτήσω
Θέλω να μείνω στη ζωή

Τότε που έφυγα...

Με δυο άσπρες αχιβάδες
Από αυτό το λιμάνι φεύγω

Δυο άσπρες αχιβάδες
Δυο κόκκους ξανθή άμμο
Και δυο μαύρα βότσαλα σαν πίσσα…
Δυο γλάροι που με συντροφεύανε
Και ως το τέλος μου θυμίζανε
Πως άφησα πίσω μου ό,τι αγάπησα…

Με δυο σταγόνες θάλασσα
Έφυγα από εκείνο το λιμάνι

Δυο σταγόνες θάλασσα
Δυο σταγόνες αρμυρή θύμηση
Και δυο σταγόνες ήλιο που πεθαίνει…
Δυο τελευταίες ματιές άφησα
Η μια να σε ψάχνει στην προβλήτα
Και η άλλη να σε περιμένει…

Καλλιόπη

Ηγερία








Καλύτερα ποτέ να μη σε γνώριζα!

Ας μην είχα γνωρίσει το χάιδεμά σου καλύτερα…
Πότε ας μη με έπαιρνες από το χέρι να με πας…
Καλύτερα να μην είχες ποτέ στηθεί απέναντί μου με τόση υπομονή…
Να μην ήσουν ποτέ το παράδειγμα
Η μία και η μόνη απεικόνιση στη λέξη ελπίδα
Ας μην ήτανε κάθε μου κίνηση ανάμετρη με τη γνώμη σου
Ο αρχηγός μου, ο σύντροφος στον πόλεμο και η γιαγιά μαζί
Ας μην ήσουν ποτέ ιδανική
Ποτέ να μην ήσουν η έμπνευση για κάθε αρχή
Και η σκληρή απόφαση για κάθε τέλος

…και ας μην ήμουν η ανάσα σου ποτέ!
Καλύτερα να μην είχα το όνομά σου…

Πώς θα σε χάσω δεν ξέρω…

Πώς θα σε χάσω δεν ξέρω…

Όταν γυρίσεις


Όταν γυρίσεις

ίσως να μην είμαι εδώ

και η ερημωμένη πόλη μου

να είναι ακόμα πιο άδεια

Όμως μη φύγεις ξανά

Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορείς

μέσα σε ένα φιλί

για να το ακούσω

πως η χώρα μου δεν είναι πια έρημη

πως έχει ζωή

αφού γύρισες εσύ

και να γυρίσω κι εγώ

Bleeding Roses Dali


Δεν την αντέχω άλλο τη μιζέρια αυτού του κόσμου

Μέσα μου κρύβω ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλο
Και θέλει ένα χαμόγελο να ανθίσει
Θέλει να βγει λίγο στο φως του ήλιου
Και περιμένω την κατάλληλη μέρα να το βγάλω

Μα πότε θα είναι αυτή;
Σε ποιο χαμόγελο να πάρω θάρρος;
Σε ποια ζεστή μέρα να το βγάλω έξω;
Ποιο πρεβάζι να στολίσω
Που είναι όλα τα παράθυρα κλειστά;
-Η θέα τους πονάει…-

Και είναι κατακόκκινο!

Αλίμονο….όσο δεν ανθίζει αυτό
Τόσο τα αγκάθια μεγαλώνουν μέσα μου…
kalliopi

Είμαι η Ελένη


Είμαι η Ελένη, η γνωστή από την Τροία…
Εγώ που όλοι με θυμάστε
Άλλοι σαν πόρνη, άλλοι σα θυσία
Και άλλοι για αφορμή σε ό,τι φοβάστε
l
Είμαι η Ελένη, η γνωστή με τον Πάρη…
Εκείνη, με τη φήμη της καλλονής
Αυτή που της λέγεται πως σέρνει καράβι
Τέτοιο προνόμιο καμιάς αλληνής!
l
Είμαι η Ελένη, που μου χρεώνετε
Αιώνες τώρα μύρια κακά
Και πάνω στη πλάτη μου δημιουργήσατε
Στίχους, ποιήματα, εικαστικά
l
Είμαι η Ελένη, η αλληγορία
Ποτέ δεν ήθελα, θα σας το πω,
Εγώ δεν το ‘θελα να γράψω ιστορία
Μάταια έψαχνα να αγαπηθώ
l
Είμαι η Ελένη και τριγυρνάω
Αγωνιώντας μέσα στα Αλώνια
Ένας δε βρέθηκε να μη με ξέρει
Ούτε ένας άνθρωπος στα τόσα χρόνια
l
Είμαι η Ελένη, πουκάμισο άδειο
Και με λυπήθηκαν μόνο θεοί
Όταν μου έδωσαν την ευκαιρία
Μα ήτανε λέει και αυτή δανική
l
Είμαι η Ελένη και ψάχνω ένα μέρος
Για να χωθώ και να κρυφτώ
Στο άκουσμά μου κι εγώ τρομάζω
Δε βρίσκω τίποτα πια να σωθώ
l
Είμαι η Ελένη, κι όμως δε θέλω
Να με θυμάστε ποτέ ξανά
Γριά πια είμαι και δεν πεθαίνω
Ζω μες την σκέψη σας σα μια σκιά
l
Είμαι η Ελένη και έχω γεράσει
Το μόνο που θέλησα σαν ήρθα εδώ
Ήτανε κάποιος να μ’είχε ξεχάσει
Στην λήθη επιτέλους ν’αναπαυθώ
l
Είμαι η Ελένη, που η Ανδρομάχη
Καθώς θρηνούσε τον άρχοντά της
Κατάρα μου έδωσε χρόνια να ζήσω
Όσα τα πλούσια μαλλιά της
Καλλιόπη

Χρόνια τώρα προσπαθώ να βρω ποιά εποχή βλέπω στα μάτια σου...

Γιαυτό σε κοίταζα πάντα με απορία

Χρόνια τώρα δεν είσαι εδώ και κλείνω τα μάτια μου, σε φέρνω μπροστά μου και ακόμα ψάχνω...

Σήμερα που άλλαξε ο καιρός κοίταξα έξω και σε θυμήθηκα.

Και την βρήκα

Δεν είναι μία εποχή, αλλά όλες μαζί

Κάθε αλλαγή του καιρού

Από αυτές που λες:

Επιτέλους!

Καλλιόπη