Κάλυμνος

Να απλώσω το χέρι μου πατρίδα να σε αγγίξω
Και να μυρίσω θυμάρι και αλισφακιά
Να κλείσω τα μάτια μου εικόνα να κρατήσω
Να μην την ξεθωριάζει η ξενιτιά..

Να απλώσω τα χέρια μου πατρίδα και να γίνω
Κλίμα, ελιά ή και αμυγδαλιά
Μέσα στη χούφτα σου τη θάλασσα να πίνω
Σα να ‘ταν ιερή μεταλαβιά

Να απλώσω το βήμα μου πατρίδα να πατήσω
Σοκάκι ηλιόλουστο μα δροσερό
Να ανοίξω πατζούρι γαλάζιο να αντικρίσω
Δυόσμο, γεράνι και βασιλικό

Να ανοίξω την καρδιά μου πατρίδα να μιλήσω
Για όλα όσα απλόχερα μου χάρισες εσύ
Με ένα μειδίαμα να σε αποχαιρετήσω
Υπόσχεση να δώσω για επιστροφή

Παραμιλητό

Αυτά μουρμούραγε μια μάνα, μια γιαγιά
Που ήταν τα μάτια της πιο ξέθωρα απ’ τον ήλιο
Μα είχανε κάτι απ’ τη δική του τη φωτιά
Δεν ήταν βλέμμα γερασμένο, άδειο, στείρο

Θάλασσα , κόρη μου , η ζωή και μείς περνάμε
Πάνω απ’ τα κύματα χωρίς να τη γευτούμε
Μες την αλμύρα της μισούμε κι αγαπούμε
Πα στην πνοή της κοιμόμαστε, ξυπνούμε

Θάλασσα , κόρη μου, η ζωή και ξεγλιστράει
Μέσα απ’ τα δάχτυλα, δε λέει να σταθεί
Μόνο τ’ αλάτια της αφήνει στο πετσί
Για να ψηθούμε και ακμαίοι να μπορούμε

Λίγοι αυτοί στα βάθη που βουτούνε
Λιγότεροι όσοι ξαναβγαίνουν στον αφρό
Μα τότε λόγια ακατανόητα μιλούνε
Και νοσταλγούνε μαρασμένοι το βυθό

Ψάχνουν αέναα στεριά να αναπαυθούν
Μα είναι μύθος και αρνιούνται να πιστέψουν
Ακούν σειρήνες και τυφλά ακολουθούν
Ψάχνουν ηγέτη καπετάνιο να τον στέψουν


Αυτά μουρμούραγε μια μάνα, μια γιαγιά
Μία φιγούρα από γκραβούρα λες βγαλμένη
Που προσωνύμια της ταιριάξανε πολλάΈνα μονάχα δεν της πήγε…βολεμένη

Ώρα φθαρμένη

Ώρα φθαρμένη
και μια ειμαρμένη
σου χαμογελα

Κοιτάει να παίξει
την μοίρα να πλέξει
βασανιστηκά

Σου πλέκει μια πίκρα
καινούρια, δική σου
κι απλά στην πετά..